- hyothyreoid
- \\|hīō+\ adjective
Etymology: hy- + thyreoid
Useful english dictionary. 2012.
Useful english dictionary. 2012.
hyothyreoid — hyo·thyreoid … English syllables
υοθυρεοειδής — ές, Ν αυτός που συνδέει τον θυρεοειδή χόνδρο και το υοειδές οστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyothyreoid (< υο [ειδής] + θυρεοειδής). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek